- ὀστρίτης
- ὀστρίτηςa kind of stonemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οστρίτης — ὀστρίτης, ὁ, και ὀστρῑτις, ίτιδος, ἡ (Α) είδος λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρ ειον + επίθημα ίτης (πρβλ. οστρακ ίτης)] … Dictionary of Greek
ὀστρίτην — ὀστρίτης a kind of stone masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀστρίτῃ — ὀστρίτης a kind of stone masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)